οπωρώνης

οπωρώνης
ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀπωρώνης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωρώναις — ὀπωρώνης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωρώνην — ὀπωρώνης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπωρώνας — ὀπωρώνᾱς , ὀπωρώνης masc acc pl ὀπωρώνᾱς , ὀπωρώνης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”